ξενοδαϊκτής

ξενοδαϊκτής
ξενο-δαϊκτής, , der Fremde od. Gäste mordet

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] …   Dictionary of Greek

  • ξενοδαίκτα — ξενοδαΐκτᾱ , ξενοδαίκτης one who murders guests masc nom/voc/acc dual ξενοδαΐκτα , ξενοδαίκτης one who murders guests masc voc sg ξενοδαΐκτᾱ , ξενοδαίκτης one who murders guests masc gen sg (doric aeolic) ξενοδαΐκτα , ξενοδαίκτης one who… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”